Στους χώρους του λουτρού επικεντρώθηκαν οι εργασίες της φετινής συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στο Χιλιομόδι της Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχαίας Τενέας», υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Δρ. Έλενας Κόρκα και με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Τα ευρήματα του προγράμματος τεκμηριώνουν την οργανωμένη κατοίκηση στην περιοχή της Τενέας από την 3η χιλιετία.
Η ποιότητα, καθώς και η ποσότητα των ευρημάτων υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου οικισμού την περίοδο αυτή, τοποθετώντας για πρώτη φορά την Τενέα στο χάρτη των πρωτοελλαδικών οικισμών της βορειοανατολικής Πελοποννήσου.
Σκοπός της φετινής έρευνας ήταν η ολοκλήρωση της ανασκαφής των επιμέρους χώρων του ρωμαϊκού λουτρού, που ανασκάφηκε το 2019 και το 2020 και αφετέρου η διερεύνηση πιθανής επέκτασης των χώρων εμπορικής δραστηριότητας που εντοπίστηκαν για πρώτη φορά το 2020.
Στο χώρο (μεταξύ άλλων) βρέθηκαν οκτώ νομίσματα, εκ των οποίων το ένα χρονολογείται στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. με αρχές του 3ου αι. μ.Χ. και τα υπόλοιπα στα τέλη 4ου αι. μ.Χ. με αρχές 5ου αι. μ.Χ.
Με την αποπεράτωση των ανασκαφικών εργασιών ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του κυρίως σώματος του λουτρού.
Στο μνημείο συνολικής έκτασης περίπου 800 τ.μ. περιλαμβάνονται τρία θερμά δωμάτια (caldaria) με αψιδωτές απολήξεις, που διαθέτουν μικρές πισίνες (alvei) στο εσωτερικό τους, υποδαπέδια και εντοίχια θέρμανση και τρία praefurnia, δύο δωμάτια κρύου και χλιαρού λουτρού, εκ των οποίων το ένα είναι η piscina frigida, χώροι απόδυσης και ποδολουτήρες, βεσπασιανές, τριμερής δεξαμενή φίλτρανσης νερού, δεξαμενή περισυλλογής βρόχινων υδάτων, υδατόπυργος και χώροι αποθήκευσης καύσιμης ύλης.
Τα δημόσιου χαρακτήρα λουτρά της Τενέας φαίνεται πως θεμελιώθηκαν λίγο πριν τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. και στη συνέχεια ακολούθησαν δύο νέες οικοδομικές φάσεις, μία στον 4ο αι. μ.Χ. και μία στον 5ο αι. μ.Χ., κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν παρεμβάσεις, επισκευές και επεκτάσεις.
Ανατολικά του λουτρού συνεχίστηκε η διερεύνηση των χώρων εμπορικής δραστηριότητας με τη διάνοιξη νέων τομών. Διαπιστώθηκε πως επεκτείνονται τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια, δημιουργώντας οικοδομικές νησίδες που οριοθετούνται από οδούς και παρόδους.
Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν σε παράταξη, στον άξονα ΝΔ προς ΒΑ, έξι νέα δωμάτια, που φαίνεται ότι έφεραν στέγαση, διαστάσεων κατά μέσο όρο 7 μ. x 5 μ. με μεσοτοιχίες και θυραία ανοίγματα.
Η ανασκαφή των παραπάνω χώρων βοήθησε σημαντικά στη χαρτογράφηση του αστικού ιστού της πόλης, ο οποίος διαμορφώνεται διαρκώς με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν αντικείμενα εμπορικής δραστηριότητας, (κεραμική ρωμαϊκής περιόδου χρηστικών αγγείων, γυάλινα και κεραμικά αγγεία κοσμετολογίας, περόνες, λύχνοι κ.ά.) λάκκοι αποθήκευσης προϊόντων και 179 νομίσματα που χρονολογούνται από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ.
Η συνέχεια της ανασκαφής στο δωμάτιο, όπου εντοπίστηκαν το 2020 ο θησαυρός των 30 χρυσών νομισμάτων των αυτοκρατόρων Μαρκιανού, Ιουστίνου Α΄ και Ιουστινιανού, απέδωσε πάνω από 120 νέα νομίσματα, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό νομισμάτων σε 202, γεγονός που υποδηλώνει την έντονη οικονομική δραστηριότητα που συντελούνταν στο συγκεκριμένο χώρο.