«Οποιαδήποτε εκτίμηση είναι παρακινδυνευμένη. Διατηρούμε την έμφυτη αισιοδοξία μας, ελπίζουμε για το καλύτερο, αλλά προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο».
Τα παραπάνω ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Ρέτσος, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (31/01/2021).
Διαβάστε τα σημαντικότερα σημεία της συνέντευξης του κ. Ρέτσου
– Ο ΣΕΤΕ έχει τοποθετηθεί για το 2021, ήδη από το Νοέμβριο του 2020, κάνοντας μια πρώτη εκτίμηση για έσοδα που πιθανώς να έφταναν το 50% των εσόδων του 2019. Η εκτίμηση αυτή λάμβανε υπ’ όψιν την κατάσταση της πανδημίας τη δεδομένη στιγμή, αλλά και στοιχεία από τις αεροπορικές εταιρείες, τα αεροδρόμια και τα παγκόσμια online συστήματα κρατήσεων. Συνοδευόταν όμως και από την επισήμανση ότι η παγκόσμια ρευστότητα της κατάστασης μπορεί να καταστήσει από τη μία στιγμή στην άλλη την οποιαδήποτε πρόβλεψη άκυρη και άτοπη. Σήμερα που μιλάμε, σχεδόν δύο μήνες μετά, την ευφορία από την έγκριση των πρώτων εμβολίων και της έναρξης των εμβολιασμών, αλλά και την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ που ερμηνεύτηκε, δικαίως, ως προάγγελος καλύτερης και πιο θεσμικής επικοινωνίας με την Ευρώπη, έχει διαδεχθεί ο προβληματισμός. Αυτό οφείλεται στις διαμάχες της Ε.Ε. με τις εταιρείες των εμβολίων, σε αθέτηση συμφωνιών, αλλά και σε εμφανώς αυστηρότερη πολιτική έναντι της πανδημίας, που ήδη εφαρμόζει η νεοεκλεγμένη αμερικανική κυβέρνηση. Ας μην ξεχνάμε ότι παράλληλα υπάρχει και μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Στις περισσότερες αγορές μας καταγράφηκε μείωση του ΑΕΠ μεταξύ 5% και 10%. Και αυτό το γεγονός θα περιορίσει τη δυνατότητα πολλών να ταξιδέψουν. Όλα αυτά καθιστούν την όποια εκτίμηση παρακινδυνευμένη. Διατηρούμε την έμφυτη αισιοδοξία μας, ελπίζουμε για το καλύτερο, αλλά προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο.
– Μία νέα και πρωτόγνωρη κρίση, όπως η πανδημία, δεν μπορεί να πει κανείς πως δεν θα επηρεάσει εκ νέου τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Ειδικά στον τουρισμό, όπου η θετική συγκυρία των οκτώ τελευταίων ετών οδήγησε σε νέες επενδύσεις, αυξημένη ανάληψη ρίσκου και κατ’ επέκταση δανεισμού. Άμεσα όμως είναι δύσκολο να δούμε εκτεταμένες χρεοκοπίες. Αφενός γιατί οι συστημικές τράπεζες έχουν αναστείλει υποχρεώσεις δόσεων δανείων, αφετέρου γιατί η κυβέρνηση διατηρεί την οικονομία διασωληνωμένη στην εντατική, με ευρύ φάσμα μέτρων στήριξης. Επιπλέον, η χρόνια παθογένεια της ελληνικής επιχειρηματικότητας, το μικρό δηλαδή και με οικογενειακό χαρακτήρα μέγεθος επιχείρησης, μάλλον θα αποδειχθεί ανθεκτικότερο μέσα στην αρνητική οικονομική συγκυρία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα, ειδικά από τη στιγμή που η κατάσταση θα αρχίσει να εξομαλύνεται. Και αναδιαρθρώσεις θα υπάρξουν και νέοι επενδυτές θα εμφανιστούν και σίγουρα θα έχουμε δημιουργία μεγαλύτερων σχημάτων σε πολλούς κλάδους του τουρισμού.
– Η κατάσταση της αλυσίδας μεταφοράς – tour operator – αεροπορική εταιρεία – ξενοδοχείο, όταν ξεκινήσει πάλι το ταξίδι, αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο και τη μεγάλη πρόκληση. Ειδικά για τη χώρα μας, που πάνω από τα 2/3 του εισερχόμενου τουρισμού έρχονται αεροπορικώς. Το θέμα λοιπόν δεν είναι τόσο η αγοραστική δύναμη του ταξιδιώτη όσο η στήριξη στρατηγικών αερομεταφορέων. Κάτι που ήδη γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να μη σπάσει ο κρίκος της αλυσίδας εφοδιασμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα στήριξης αφορούν και την ακτοπλοΐα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της τουριστικής αλυσίδας αλλά όχι μόνο, καθώς για μεγάλο μέρος του νησιωτικού μας συμπλέγματος αποτελεί το μοναδικό μέσο επικοινωνίας και εφοδιασμού, κυρίως κατά τη διάρκεια των δύσκολων χειμερινών μηνών.
– Ο ανταγωνισμός μας αυτή τη στιγμή είναι στην ίδια ή ακόμα χειρότερη θέση από εμάς λόγω του τρίτου κύματος της πανδημίας που μαίνεται στις χώρες αυτές. Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Κροατία, Τουρκία έχουν τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα τα οποία πρέπει να διαχειριστούν και τον κίνδυνο παραμονής εκτός αγοράς για δεύτερη συνεχή χρονιά. Από την άλλη, διαθέτουν ισχυρά brands. Επίσης, κάποιες χώρες εξ αυτών έχουν πολύ διαφορετικό μείγμα εισερχόμενου και εσωτερικού τουρισμού –Γαλλία, Ιταλία στο 50/50– και σίγουρα πολύ χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ, τουλάχιστον κατά επτά μονάδες κατά μέσον όρο, κάτι το οποίο θα παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μέρους από μικρότερη πίτα. Παράλληλα, καταγράφονται και διαφορετικές τάσεις ανάλογα με τις ηλικίες των ταξιδιωτών. Για παράδειγμα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έχουν υψηλότερο εισόδημα φαίνεται πως διστάζουν να ταξιδέψουν λόγω του υγειονομικού ζητήματος. Στον αντίποδα, οι νεότεροι σε ηλικία με μικρότερο πορτοφόλι είναι εκείνοι που θα ταξιδέψουν και θα αναζητήσουν την καλύτερη σχέση ποιότητας – τιμής. Άρα, και σε αυτή την περίπτωση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα του τουριστικού πακέτου σε επίπεδο προσφερόμενου προϊόντος υπηρεσίας και τιμής.
Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρη τη συνέντευξη του κ. Ρέτσου.