O τουρισμός είναι μια ολιστική εμπειρία. Ο ταξιδιώτης δηλαδή πρέπει να αντλήσει τη μεγαλύτερή δυνατή ικανοποίηση ή ευχαρίστηση από όλο το πλέγμα των υπηρεσιών που περιλαμβάνει το ταξίδι του. Όταν νιώθει κανείς ότι μπροστά του έχει ταλαιπωρία και μειωμένες υπηρεσίες είναι βέβαιο ότι θα πει «άσ’ το καλύτερα για όταν τα πράγματα πάνε καλύτερα».
Οι μεγαλύτερες τουριστικές αγορές για την Ελλάδα είναι οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και οι ΗΠΑ. Οι πολίτες των χωρών αυτών έχουν πληγεί καθοριστικά από την πανδημία.
Άνθρωποι που έζησαν το θάνατο δίπλα τους, δεν θα είναι εύκολο να αποφασίσουν στο εγγύς μέλλον ένα ταξίδι, ειδικά όταν δεν υπάρχει σαφής ιατρική αντιμετώπιση (δηλαδή αποτελεσματικό φάρμακο ειδικά φτιαγμένο για την COVID-19 με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες) ή δυνατότητα αποτελεσματικού εμβολιασμού.
Εξάλλου, οι εικόνες ταξιδιωτών εγκλωβισμένων σε αεροδρόμια, κρουαζιερόπλοια και άλλα είναι ακόμα νωπές στη μνήμη των ανθρώπων.
Πιστεύω ότι όλες οι κυβερνήσεις, για ευνόητους λόγους, θα θέλουν να κρατήσουν τον όποιο τουρισμό στο εσωτερικό τους. Όσο και αν η Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα πολύ θετικό momentum λόγω της πολύ αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης, πιστεύω ότι για φέτος αυτό δεν θα ανεβάσει αρκετά τη ζήτηση.
Στο οικονομικό κομμάτι θα πρέπει να περιμένουμε λαίλαπα. Συμπεραίνουμε εύκολα ότι δυστυχώς το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών θα μειωθεί και κάποιες οικογενειακές δαπάνες θα πρέπει να κοπούν. Πιστεύω ότι η ζήτηση τουριστικών πακέτων, ακόμα και με σημαντικές εκπτώσεις ή άλλες προσφορές, θα πέσει περισσότερο απ’ ό,τι περιμένουμε.
Επιπλέον, πάνω από το 70% των τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας γίνεται με αεροπορική σύνδεση, άρα το τι θα συμβεί στο χώρο αυτό θα επηρεάσει άμεσα την τουριστική ζήτηση.
Είναι σαφές ότι όταν ξαναρχίσουν να πετάνε αεροπλάνα σε τακτική βάση, αυτό θα γίνει με την εφαρμογή πολύ αυστηρών υγειονομικών πρωτοκόλλων. Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς θα περιλαμβάνουν αυτά τα πρωτόκολλα, αλλά από αυτά που ακούγονται συμπεραίνουμε ότι το αεροπορικό ταξίδι θα μοιάζει περισσότερο με ταλαιπωρία παρά απόλαυση.
Κατάσταση απαραίτητη για να είμαστε στοιχειωδώς προφυλαγμένοι ότι κάποιος επιβάτης, με λανθάνοντα συμπτώματα, δεν θα μεταδώσει τον ιό σε συνεπιβάτες και στον τελικό προορισμό. Για την ώρα, πάντως, δυνατότητα ανίχνευσης του ιού πρακτικά, αντιλαμβάνομαι πως αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει λόγω έλλειψης ικανού αριθμού των σχετικών τεστ.
Επίσης, οι αεροπορικές εταιρείες για να πετάξουν με maximum μεταφορική ικανότητα γύρω στο 50 – 65%, στην καλύτερη περίπτωση, θα πρέπει να ανεβάσουν τα ναύλα τους δραστικά. Και βέβαια, δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιες αεροπορικές εταιρείες ή και tour operators θα επιβιώσουν της κρίσης.
Ένα είναι βέβαιο, ότι οι διαθέσιμες αεροπορικές θέσεις για την Ελλάδα (όπως για παντού) θα είναι πολύ μειωμένες, ακόμα και στην περίπτωση που τελικά οι ταξιδιώτες αποφασίσουν να πετάξουν.
Στα ξενοδοχεία μένει ακόμα αδιευκρίνιστο τι ζημίες θα υπάρξουν, πόσες πτωχεύσεις και ποια θα μπορούν να επαναλειτουργήσουν. Και εδώ θα ισχύσουν κάποια άγνωστα ακόμα αλλά σίγουρα αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα που σίγουρα θα αυξήσουν το κόστος λειτουργίας.
Αν αναγκαστούν οι ξενοδόχοι για λόγους προφύλαξης να μειώσουν το δυναμικό τους σε δωμάτια προς ενοικίαση, σε τι βαθμό μπορεί να γίνει αυτό και κατά πόσον είναι συμφέρον για τον ξενοδόχο; Στα εστιατόρια, πισίνες, παραλίες κ.ά. θα πρέπει να μειωθεί ο συνωστισμός (ή συγχρωτισμός). Πώς θα επιτευχθεί αυτό;
Κατά την άποψή μου υπάρχουν πάρα πολλά πρακτικά οικονομικά προβλήματα που θα καταστήσουν την κανονική λειτουργία των ξενοδοχείων μια δύσκολη εξίσωση. Πώς όμως ένας δυνητικός επισκέπτης θα διαλέξει να ταξιδέψει αν δεν έχει πλήρη γνώση της ποιότητας και επάρκειας των υπηρεσιών που ζητεί;
Επιπροσθέτως, υπάρχει το πρόβλημα ρευστότητας. Οι tour operators ούτε διαθέτουν τη δυνατότητα μεγάλων προκαταβολών ούτε και θέλουν να προχωρήσουν σε προπληρωμές.
Από την άλλη πλευρά, οι ξενοδόχοι δεν θα έχουν εμπιστοσύνη ή δυνατότητα να δώσουν μεγάλες πιστώσεις. Προβλέπω μεγάλη διαμάχη στο θέμα αυτό. Όλα τα ανωτέρω αν και ακούγονται λίγο πεσιμιστικά, πιστεύω ότι θα είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Το διά ταύτα, λοιπόν, ποιο είναι; Χρειάζεται μια απόλυτη αγαστή συνεργασία κυβέρνησης και επιχειρηματιών.
Η κυβέρνηση πρέπει να αφουγκράζεται συνεχώς και με ρεαλισμό τις εξελίξεις και να ετοιμάσει, σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση, όχι μόνο σχέδιο Α για επανεκκίνηση τον Ιούλιο (όπως γίνεται τώρα), αλλά και σχέδιο Β που θα προβλέπει εξαιρετικά χαμηλή αν όχι ανύπαρκτη κίνηση μέσα στο καλοκαίρι και σίγουρα σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές.
Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει μια γενναία βοήθεια προς όλες τις εμπλεκόμενες με τον τουρισμό επιχειρήσεις (όχι μόνο τα ξενοδοχεία) αλλά και τους ανθρώπους του, ειδικά στην κατηγορία των εποχικών υπαλλήλων, που μοιραία θα μείνουν σε μεγάλο βαθμό άνεργοι.
Δεν ήμουν ποτέ οπαδός των απευθείας επιδοτήσεων κι αυτό ισχύει και τώρα. Η όποια βοήθεια μπορεί να έχει τη μορφή χαμηλότερων φόρων, ευκολιών πληρωμής, διευκολύνσεων στον τραπεζικό δανεισμό, μείωσης εισφορών, νομοθέτησης ευέλικτης εργασίας κ.λπ.
Πρέπει, όμως, να είναι ρεαλιστικά και γενναία μέτρα, όχι οριζόντια, αλλά προσεκτικά στοχευμένα σε όσες επιχειρήσεις παρουσιάσουν πραγματικό πρόβλημα και βέβαια με τη λιγότερη δυνατή γραφειοκρατία.
Οι επιχειρηματίες πρέπει να αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα την κατάσταση και χωρίς μαξιμαλιστικά αιτήματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να βγούμε από την τεράστια αυτή κρίση με τις λιγότερες δυνατές συνέπειες, ούτως ώστε να επανεκκινήσουμε δυναμικά όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν και πάλι.
Σημείωση: Το άρθρο του Κωνσταντίνου Κουλουβάτου, που είναι διευθύνων σύμβουλος των Amalia Hotels, αναρτήθηκε στο kathimerini.gr.