Το κλίμα της Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με το φαγητό και τη διασκέδαση, τους φιλικούς ανθρώπους και την αγορά είναι τα δυνατά της χαρτιά που προσελκύουν όλο και περισσότερους τουρίστες. Όμως το κυκλοφοριακό, η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι επαίτες και τα άτομα υπό την επήρεια ουσιών, αλλά και τα μέσα μαζικής μεταφοράς αποτελούν παράγοντες δυσαρέσκειας.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε η ερευνητική και μελετητική ομάδα του Αλεξάνδρειου ΤΕΙ Θεσσαλονίκης (Κατεύθυνση Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων & Επιχειρήσεων Φιλοξενίας), με επιστημονικό υπεύθυνο το Βαγγέλη Χρήστου, καθηγητή Τουριστικού Μάρκετινγκ.
Η ενίσχυση των υπαρχόντων αγορών, η διείσδυση σε νέες αγορές, το δυνατό brand name, αλλά και ένα στρατηγικό σχέδιο μάρκετινγκ, μέσω ενός Οργανισμού Διαχείρισης Τουριστικού Προορισμού -τουλάχιστον- για την επόμενη πενταετία, είναι βασικοί παράγοντες, ώστε η Θεσσαλονίκη να φιγουράρει πλέον στις υψηλές θέσεις του παγκόσμιου τουριστικού χάρτη.
«Πάμε καλά, έχουμε όλες τις δυνατότητες να πάμε ακόμη καλύτερα, είναι καιρός να ανέβουμε κατηγορία», τονίζει ο κ. Χρήστου.
Η πρώτη έρευνα, που αφορούσε την εικόνα, την ταυτότητα, τα χαρακτηριστικά και τις υποδομές της Θεσσαλονίκης ως τουριστικού προορισμού, πραγματοποιήθηκε το χρονικό διάστημα 01/04/2015 – 04/05/2015, σε 800 επισκέπτες (400 Έλληνες – 400 αλλοδαποί) με προσωπικές συνεντεύξεις.
Oι βασικοί λόγοι που οι επισκέπτες επιλέγουν τη Θεσσαλονίκη είναι: αναψυχή – διακοπές (59%), συγγενείς – φίλοι (19%), συνέδρια – σεμινάρια (12%) και θρησκευτικοί λόγοι (10%). «Αξίζει να επισημάνουμε ότι οι αλλοδαποί επισκέπτονται τη Θεσσαλονίκη για διακοπές – αναψυχή σε ποσοστό 76%, ενώ αντίστοιχα το ποσοστό των Ελλήνων είναι στο 40%», αναφέρει ο κ. Χρήστου.
Επίσης, οι επισκέψεις σε ποσοστό 12% για συνέδρια, όταν κάποτε ήταν ανύπαρκτο, δείχνουν ότι η πόλη μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο σε αυτό το δυναμικό κλάδο.
Ο μέσος χρόνος παραμονής στην πόλη είναι έξι ημέρες για τους αλλοδαπούς και τρεις για τους Έλληνες, ενώ η μέση δαπάνη ανά επισκέπτη είναι 450 ευρώ οι αλλοδαποί και 300 ευρώ οι Έλληνες.
Η εικόνα που έχουν σχηματίσει για την πόλη οι τουρίστες είναι καλύτερη από την τελευταία τους επίσκεψη, σε ποσοστό 81%, ενώ το 93% των Ελλήνων είναι επαναλαμβανόμενοι πελάτες (repeaters) και αντίστοιχα το 28% των αλλοδαπών.
Τα ιστορικά και θρησκευτικά μνημεία, τα μουσεία, αλλά και τα αθλητικά γεγονότα, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα ελκτικά στοιχεία της πόλης, ενώ σε ό,τι αφορά τη σχέση ποιότητας – τιμής οι βαθμολογίες κινούνται σε θετικά επίπεδα.
Πρόβλημα εντοπίζεται στην καθαριότητα, με υψηλά ποσοστά στην κατηγορία «ακτές», «όπου εκτός από τις κοντινές παραλίες, οι ερωτηθέντες αναφέρθηκαν και στην Παραλία της Θεσσαλονίκης και όχι τόσο για τα σκουπίδια όσο για το νερό στο Θερμαϊκό», επισημαίνει ο κ. Χρήστου.
Η δεύτερη έρευνα που πραγματοποίησε το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης αφορούσε την προέλευση και την τουριστική συμπεριφορά του επιβατικού κοινού στο αεροδρόμιο «Μακεδονία».
Βάσει της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 900 τουρίστες (450 επιβάτες σε low cost και 450 σε “παραδοσιακές” εταιρείες), διαπιστώθηκε ότι ο μέσος χρόνος παραμονής είναι πέντε ημέρες για τους επιβάτες των low cost και 3,5 ημέρες για εκείνους που ταξιδεύουν με “παραδοσιακές” εταιρείες.
Σε ποσοστό 85% οι επιβάτες που ταξιδεύουν με “παραδοσιακές” εταιρείες έχουν ως βασικό τους προορισμό τη Θεσσαλονίκη, ενώ το 45% των low cost πηγαίνουν αλλού (Χαλκιδική, Πιερία) ή συνδυάζουν Θεσσαλονίκη και άλλο μέρος.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι βάσει έρευνας δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στη μέση δαπάνη των δύο κατηγοριών ταξιδιωτών. «Είναι μύθος ότι ο τουρίστας που ταξιδεύει με low cost εταιρεία είναι μπατίρης», τονίζει ο κ. Χρήστου.
Πηγή: www.agelioforos.gr
Δείτε ΕΔΩ ολόκληρο το άρθρο της Ντέπυς Χιωτοπούλου στο agelioforos.gr