«Η επέκταση της ΕΚΣΣΕ (Εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας) σήμερα, με διαδικασίες express, εν μέσω μηδενικών κρατήσεων – πληροτήτων και ενώ βαδίζουμε κυριολεκτικά στο άγνωστο, θα είναι λάθος από κάθε άποψη», σημειώνει (μεταξύ άλλων), η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων (ΠΟΞ), στην επιστολή που έστειλε στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), η Ολομέλεια του οποίου συνεδρίασε την Τρίτη 11 Μαΐου 2021, με σκοπό να γνωμοδοτήσει για την επέκταση και κήρυξη ως γενικά υποχρεωτικής της από 20.1.2021 Σ.Σ.Ε. «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας».
Ακολουθεί ολόκληρο το υπόμνημα της ΠΟΞ στο ΑΣΕ
Ενώπιον της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.
Υπόμνημα
Της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων
Επί
Της από 07-5-2021 (αρ.πρωτ.15) προσκλήσεως της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.
Ο κλάδος της οικονομίας που επλήγη πιο σφοδρά από τη κρίση της πανδημίας του COVID – 19 υπήρξε ο ξενοδοχειακός – μακράν του δεύτερου.
Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν έχει μέχρι σήμερα επαναλειτουργήσει μετά το πρώτο lockdown που επιβλήθηκε το Μάρτιο του 2020, όσες δε επαναλειτούργησαν το έπραξαν αυξάνοντας την ήδη τεράστια οικονομική τους ζημία, γιατί οι πληρότητες ήταν εξαιρετικά χαμηλές, στο pick τους που σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2020 δεν ξεπέρασαν το 35%, τα έσοδα δε σχεδόν ανύπαρκτα.
Μετά το δεύτερο lockdown, που επιβλήθηκε αρχές Νοεμβρίου, η κατάσταση, που ήδη δεν ήταν διαχειρίσιμη, ξέφυγε εκτός ελέγχου.
Τα ξενοδοχεία παραμένουν μέχρι σήμερα τυπικά και μόνο ανοικτά, καθώς λόγω των περιορισμών που επιβλήθηκαν στις μετακινήσεις πρακτικά στερούνται αντικειμένου δραστηριότητας.
Σημειώνεται πως τα δεδομένα είναι ακόμα χειρότερα για τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία, καθώς λειτουργούν καθ΄ όλο το έτος και επομένως υφίστανται άμεσα τις συνέπειες και των δύο lockdown, τα οποία μάλιστα συνέπεσαν με τις περιόδους που είχαν κατά τα παλαιότερα έτη τις μεγαλύτερες πληρότητες.
Ειδικά για τα ξενοδοχεία που λειτουργούν σε χειμερινούς προορισμούς το ήμισυ του τζίρου κατανέμεται στην περίοδο των Χριστουγέννων, η οποία έχει οριστικά χαθεί, με αποτέλεσμα να καλούνται για ένα και πλέον έτος να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους με μηδαμινά έσοδα.
Ειδικότερα:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το 2020, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εμφάνισαν μείωση κατά 76,5% σε σύγκριση με το 2019 και διαμορφώθηκαν στα 4.280 εκατ. ευρώ
Σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο μηνός Φεβρουαρίου 2021 του ΙΝΣΕΤΕ
Την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 καταγράφηκαν 5,9 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις έναντι 21,5 εκατ. της περιόδου Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2019, παρουσιάζοντας μείωση κατά 72,5%/-15,6 εκατ. αφίξεις.
Την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2020 καταγράφηκαν 2,6 εκατ. διεθνείς οδικές αφίξεις, έναντι 12,3 εκατ. της περιόδου Ιανουαρίου Δεκεμβρίου 2019, παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,7 εκατ./-78,7%.
Στις ακτοπλοϊκές γραμμές μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η εισερχόμενη επιβατική κίνηση το 2020 εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 70% το 2020, ενώ η εκτίμηση για τον αριθμό των επιβατών ανέρχεται σε 450 χιλ. έναντι 1,5 εκατ. το 2019.
Το 2020, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 76,5% και διαμορφώθηκε στις 7.375 χιλ. ταξιδιώτες, έναντι 31.348 χιλ. ταξιδιωτών το 2019.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΤΕΠ, τα έσοδα των ξενοδοχείων το 2020 ανήλθαν μόλις σε 1,8 δισ. €, μειωμένα κατά 78,1% σε σχέση με το 2019, όπου το σύνολο εσόδων ήταν 8,3 δισ €.
Επιπλέον 278 εκατ. € από τα έσοδα δεν εισπράχθηκαν, ενώ οι προκαταβολές για το 2021 ήταν μειωμένες κατά 744 εκατ. €, επιβαρύνοντας την ταμειακή θέση των ξενοδοχείων.
Επίσης κατά το διάστημα Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2020,
➢ Το έτος 2020 λειτούργησε το 60% των ξενοδοχείων.
➢ Το 1/3 των ξενοδοχείων συνεχούς λειτουργίας που άνοιξαν θα ξαναέκλειναν εντός του 2020.
➢ Το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου με αναγωγή στο σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού η πληρότητα διαμορφώθηκε στο 23%, η δε μέση τιμή στα 86 ευρώ.
Αναφορικά με το έτος 2021 και ενώ βρισκόμαστε ήδη στις αρχές Μαΐου, τα περισσότερα ξενοδοχεία συνεχίζουν να είναι κλειστά και είναι άγνωστο το πότε θα ανοίξουν.
Το άνοιγμα του τουρισμού που έχει ανακοινωθεί για τις 15 Μαΐου αποτελεί ουσιαστικά μια ενημέρωση των ξένων αγορών και δεν αφορά τις επιχειρήσεις, οι οποίες θα μπορέσουν να ανοίξουν αν και όταν έχουν πληρότητες.
Το δεύτερο εξάμηνο ελπίζουμε να έχουμε μια εικόνα οριακά καλύτερη από αυτή του έτους 2020.
Όλα όμως εξαρτώνται από την πορεία των εμβολιασμών και το πόσο γρήγορα θα υλοποιηθούν οι αποφάσεις που η Ε.Ε. έχει λάβει για τις μετακινήσεις.
Σημειώνεται πως δεν αρκεί η βελτίωση της υγειονομικής κατάστασης στη χώρα μας, αλλά μας ενδιαφέρει και η κατάσταση που θα επικρατεί στις χώρες από τις οποίες προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος των επισκεπτών μας και οι τυχόν περιορισμοί που θα εφαρμοστούν από/προς αυτές (ΗΠΑ. Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Σερβία κλπ).
Καλώς εχόντων των πραγμάτων ουσιαστική ανάκαμψη αναμένουμε να αρχίσουμε να βλέπουμε από το έτος 2022, χωρίς όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε σε πόσα χρόνια θα επανέλθουμε στα επίπεδα του 2019.
Από την άποψη των οικονομικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, οι προσεχείς μήνες του έτους 2021 αναμένεται να είναι ακόμα πιο δύσκολοι από το έτος 2020, γιατί σε αυτούς έχουν μεταφερθεί όλες οι υποχρεώσεις τους που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Και αναφερόμαστε:
➢ Στις πληρωμές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ (θα πρέπει να καταβάλλονται κανονικά οι τρέχουσες υποχρεώσεις και οι δόσεις των ρυθμίσεων παλαιότερων οφειλών προκειμένου οι επιχειρήσεις να μην απωλέσουν τις ρυθμίσεις τους).
➢ Στις επιταγές, η πληρωμή των οποίων είχε ανασταλεί και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με την κατηγορία της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται, να αρχίσουν να εξοφλούνται εντός των επόμενων μηνών.
➢ Στο συμψηφισμό ή άλλως στην επιστροφή τυχόν ποσών που οφείλονται από ακυρώσεις μεμονωμένων κρατήσεων ή/και από προκαταβολές που είχαν καταβληθεί από T.O., υποχρεώσεις που έχουν μεταφερθεί το 2021 μέσω της χορήγησης voucher, καθώς και
➢ Στις δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, νέες και παλαιότερες. Για πολλές από τις επιχειρήσεις τα μόνα έσοδα από το Μάρτιο του 2020 μέχρι και σήμερα προέρχονται από την Επιστρεπτέα Προκαταβολή, καθώς η δανειοδότηση μέσω ΤΕΠΙΧ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας γίνεται βάσει αυστηρών τραπεζικών κριτηρίων, τα οποία οι μικρές – μεσαίες επιχειρήσεις δεν πληρούν. Και πρέπει εδώ να τονιστεί πως η μεγάλη πλειοψηφία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων δεν έχει λάβει κάποιο ποσό μετά την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 4.
Οι επιχειρήσεις, λοιπόν, θα πρέπει εντός του 2021:
α. να είναι συνεπείς στις παλαιότερες δανειακές τους υποχρεώσεις, καθώς πολλές εξ αυτών δεν καλύπτονται καθόλου ή καλύπτονται εν μέρει μόνο από το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ ΙΙ, καταβάλλοντας τα χρεολύσια και τους τόκους των μακροπρόθεσμων δανείων τους,
β. να αρχίσουν από τον Ιούνιο να καταβάλουν τις δόσεις των δανείων που ενδεχομένως έλαβαν μέσω του ΤΕΠΙΧ.
γ. να καταβάλουν τις δόσεις των δανείων που ενδεχομένως έλαβαν μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας
και δ. να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρηματικά ποσά ώστε να είναι σε θέση από το Γενάρη του 2022 να αρχίσουν να αποπληρώνουν την Επιστρεπτέα Προκαταβολή που έχουν λάβει, παράλληλα με τις δόσεις των παλαιότερων δανείων τους.
Χαρακτηριστικά σημειώνουμε πως σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα το έτος 2020 έκλεισε με το ιδιωτικό ληξιπρόθεσμο χρέος να ξεπερνάει τα 240 δισ. ευρώ – χωρίς στο ποσό αυτό να συμπεριλαμβάνονται οι αγνώστου ύψους οφειλές μεταξύ ιδιωτών.
Μόνο από το επιστρεπτέο κομμάτι των τεσσάρων φάσεων της επιστρεπτέας προκαταβολής, αλλά και των φορολογικών υποχρεώσεων που έχουν «παγώσει» μέχρι το Δεκέμβριο, έχει συσσωρευτεί ποσό συνολικού ύψους περίπου 7 – 8 δισ. ευρώ, ενώ οι αναστολές δανειακών υποχρεώσεων από τις τράπεζες ανέρχονται περίπου σε 9 – 10 δισ. ευρώ.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Για το ύψος των απλήρωτων τιμολογίων και των επιταγών που έχουν «παγώσει» με κρατική παρέμβαση, όπως σημειώθηκε παραπάνω, μόνο εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν.
Με ποια έσοδα θα μπορέσουν οι επιχειρήσεις να είναι συνεπείς στις παραπάνω υποχρεώσεις τους όταν στην καλύτερη των περιπτώσεων θα αρχίσουν να υπολειτουργούν μετά τον Ιούνιο του 2021;
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη της εκσσε «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας» δεν συμφωνήσαμε να περιληφθεί ενοχική συμφωνία περί επέκτασης της αντίστοιχη με αυτές που προβλέπονταν στις προηγούμενες εκσσε, αν και αυτό ζητήθηκε μετ΄ επιτάσεως από την πλευρά των εργαζομένων.
Και πράγματι η Μεσολαβήτρια του ΟΜΕΔ (κα Αθηνά Μαλαγαρδή) που χειρίστηκε την υπόθεση δεν περιέλαβε την οποιαδήποτε σχετική αναφορά στην πρότασή της και η πρόταση της έγινε αποδεκτή και από τις δύο πλευρές – αν υπάρχει κάποια αμφισβήτηση σχετικά με όσα αναφέρουμε μπορείτε να απευθυνθείτε στην ίδια τη κα Μαλαγαρδή για να σας επιβεβαιώσει την αλήθεια των παραπάνω.
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο δεν συναινέσαμε κατά τη διαδικασία διαπραγματεύσεων και δεν συναινούμε σήμερα στην επέκταση της εκσσε «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις όλης της χώρας», είναι ότι βρισκόμαστε στη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που ο κλάδος μας πλήττεται σφοδρά από την πανδημία και είναι αντικειμενικά αδύνατον να μπορέσουν οι ρυθμίσεις που προβλέφθηκαν στην εκσσε να εφαρμοστούν οριζόντια.
Όλες οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις έχουν πληγεί σφοδρά από την πανδημική κρίση. Όμως διαφέρουν οι συνθήκες υπό τις οποίες επιχειρήσεις και προορισμοί θα λειτουργήσουν.
Οι ορεινοί προορισμοί, καθώς και τα ξενοδοχεία στους αστικούς προορισμούς σε κάθε περίπτωση δεν θα αρχίσουν στην ουσία να λειτουργούν πριν τα φθινόπωρο – χειμώνα του τρέχοντος έτους και πάντα υπό την προϋπόθεση πως όλα θα πάνε καλά με τη διαχείριση της πανδημίας και δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε και άλλη έξαρση αυτής.
Αντίστοιχα τουριστικοί προορισμοί και εποχικές επιχειρήσεις που απευθύνονται σε αγορές του εξωτερικού οι οποίες βρίσκονται σε άσχημη επιδημιολογικά κατάσταση ή οι οποίες θα θέσουν πρόσθετους περιορισμούς στις διαδικασίες αναχώρησης – επιστροφής των τουριστών, δεν γνωρίζουμε αν, πως και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορέσουν να λειτουργήσουν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω είναι οι πρόσφατες ανακοινώσεις από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία δεν ενέταξε τη χώρα μας στην πράσινη λίστα, πράγμα που σημαίνει ότι σήμερα δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα αρχίσουμε να δεχόμαστε τουρίστες από τη συγκεκριμένη αγορά, μιας και οι περιορισμοί που τίθενται (3 PCR test, υποχρεωτική καραντίνα κλπ) είναι απαγορευτικοί για ταξίδια.
Πώς θα λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις εκείνες που το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας τους θα προερχόταν από τη συγκεκριμένη αγορά;
Πώς θα τις υποχρεώσουμε να εφαρμόσουν κατά γράμμα την εκσσε όταν δεν θα μπορέσουν ούτε δουλειά να προσφέρουν στο προσωπικό τους;
Είναι αντικειμενικά αδύνατόν με τις τεράστιες διαφοροποιήσεις και ανισότητες που προκαλεί η κρίση της πανδημίας να εφαρμόσουν φέτος οι επιχειρήσεις οριζόντια και χωρίς δυνατότητες απόκλισης την εκσσε.
Τυχόν δε επέκταση της εκσσε κατά την παρούσα χρονική συγκυρία θα είναι κατά την κρίση μας τεράστιο λάθος που θα αποβεί σε βάρος της ίδιας της απασχόλησης, θα αυξήσει την ανεργία και θα αποτελέσει τεράστιο πλήγμα στη διατήρηση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων μας, που από το Μάρτιο του 2020 παραμένουν επί της ουσίας κλειστές.
Πιστεύουμε πως με όσα εκθέτουμε ανωτέρω απαντούμε εμμέσως και στην έκθεση τεκμηρίωσης που κατέθεσε η πλευρά των εργαζομένων και από την οποία ασφαλώς και δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη επέκτασης της εκσσε.
Θα θέλαμε ωστόσο να κάνουμε ειδική αναφορά στο εξής σημείο της ανωτέρω έκθεσης, το οποίο πράγματι μας εξέπληξε:
Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν εντάσσεται στον κλάδο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Τα διαμερίσματα που μισθώνονται βραχυχρόνια δεν είναι νόμιμα τουριστικά καταλύματα, δεν αδειοδοτούνται δεν υποχρεούνται να πληρούν συγκεκριμένες λειτουργικές και τεχνικές προδιαγραφές, ούτε κανόνες υγιεινής και ασφάλειας και ασφαλώς δεν είναι μέλη μας, ούτε δεσμεύονται από τη συγκεκριμένη εκσσε – το με ποιους όρους απασχολούνται οι εργαζόμενοι στα συγκεκριμένα διαμερίσματα εμείς τουλάχιστον το αγνοούμε και νομίζουμε το ίδιο συμβαίνει και με τις υπηρεσίες του Υπουργείου σας.
Το να επιχειρείται να τεκμηριωθεί η ανάγκη επέκτασης της εκσσε, στην παρούσα μάλιστα χρονική συγκυρία, με επίκληση των καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, τα οποία δεν δεσμεύονται από την παρούσα εκσσε (ούτε θα δεσμευθούν από τη τυχόν επέκταση της), ενισχύει τις απόψεις όσων είναι υπέρ όχι της μη επέκτασης της εκσσε, αλλά της μη υπογραφής εκσσε στο μέλλον…
Κλείνοντας θέλουμε να σημειώσουμε και τα εξής. Αν υπάρχει μια εργοδοτική οργάνωση που τα χρόνια της κρίσης απέδειξε έμπρακτα την πίστη της στο θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και δικαιούται να ομιλεί αυτή είναι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων.
Κανείς δεν δικαιούται να το αμφισβητήσει αυτό. Άλλωστε για αυτό υπογράφηκε και η συγκεκριμένη εκσσε.
Ωστόσο η επέκταση της εκσσε σήμερα, με διαδικασίες express, εν μέσω μηδενικών κρατήσεων – πληροτήτων και ενώ βαδίζουμε κυριολεκτικά στο άγνωστο, θα είναι λάθος από κάθε άποψη.
Λάθος και για την επόμενη ημέρα της κλαδικής σσε και για τις επιχειρήσεις μας και για τους εργαζομένους μας, οι θέσεις εργασίας των οποίων είναι εξασφαλισμένες, βάσει των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις που έλαβαν οι επιχειρήσεις, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Στις δύσκολες – πρωτόγνωρες συνθήκες που διανύουμε πρέπει όλοι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να λάβουμε αποφάσεις με βάση τη λογική.
Με εκτίμηση,
Γρηγόρης Τάσιος
Πρόεδρος Δ.Σ.
Μανώλης Τσακαλάκης
Γενικός Γραμματέας